διαυγάζοντα

διαυγάζοντα
διαυγάζω
glance
pres part act neut nom/voc/acc pl
διαυγάζω
glance
pres part act masc acc sg
διαυγάζω
glance
pres part act neut nom/voc/acc pl
διαυγάζω
glance
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαυγάζω — (ΑΝ) 1. λάμπω μέσα από κάτι, διαλάμπω 2. αρχίζω να φέγγω αμυδρά, υποφώσκω, αχνοφέγγω, αρχίζω να ανατέλλω αρχ. 1. είμαι διαφανής, διαυγής 2. είμαι φανερός («ἔφραζον τὰ διαυγάζοντα», Εφραὶμ ο Σύρος) 3. αστρολ. επηρεάζω με τις ακτίνες μου (πάπυρος)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”